προφητείας

προφητείας
пророчества
пророчествам пророчеств

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προφητείας" в других словарях:

  • προφητείας — προφητείᾱς , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem acc pl προφητείᾱς , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Мистическое Рождество — Сандро Боттичелли …   Википедия

  • ELISEUS vel ELIZEUS — ELISEUS, vel ELIZEUS propheta, Eliae discipulus, filii Saphat, duodecim miraculis inclitus, 1. Reg. c. 19. v. 16. et 19. Dei salus. vel Deus salvans, Eliae in prophetico munere successit; filium hospitae suae suscitavit: Naaman Syrum a lepra… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • διάκριση — η (AM διάκρισις) [διακρίνω] διαστολή, διαχωρισμός, ξεχώρισμα νεοελλ. 1. διαφορά 2. επίγνωση, συναίσθηση 3. διακριτικότητα, ευπρέπεια 4. προτίμηση 5. αντίληψη διαφοράς 6. πληθ. διακρίσεις δυσμενής μεταχείριση κατηγοριών ανθρώπων για λόγους… …   Dictionary of Greek

  • επαλήθευση — η (Α ἐπαλήθευσις) [επαληθεύω] 1. εξακρίβωση έπειτα από έλεγχο, απόδειξη ή επικύρωση τής ορθότητας («επαλήθευση τών μαθηματικών πράξεων») 2. πραγματοποίηση αυτού που σκέφθηκε ή φαντάστηκε κάποιος («επαλήθευση τών φόβων, τής προφητείας, τού… …   Dictionary of Greek

  • εφάλλομαι — ἐφάλλομαι (ΑΜ) μσν. (για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τόν τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω αρχ. 1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος… …   Dictionary of Greek

  • μοντανισμός — Χριστιανική αιρετική κίνηση, που εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του 2ου αι. στη Φρυγία. Ιδρυτής της ήταν ο Μοντάνος, ένα πρόσωπο για το οποίο δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Ο Μοντάνος, ύστερα από οράματα και εκστάσεις, προφήτευσε την προσεχή έλευση… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστιανοί — οι εκκλ. προτεσταντική αίρεση την οποία ίδρυσε το 1907 ο Αμβρόσιος Τόμπλισον στο Κλήβελαντ τής πολιτείας Οχάιο τών ΗΠΑ και τής οποίας οι οπαδοί ονομάστηκαν έτσι από την Πεντηκοστή, δηλ. την ημέρα κατά την οποία κατήλθε το Άγιο Πνεύμα στους… …   Dictionary of Greek

  • πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»